ποσαπλούς

ποσαπλούς
-ή, -οῡν, Α
ποσαπλάσιος.
επίρρ...
ποσαπλῶς
πόσες φορές περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + -πλοῦς (βλ. λ. -πλός), κατά το πολλαπλοῦς και τα πολλαπλ. αριθμ. σε -πλοῡς (πρβλ. πενταπλοῦς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -πλός, -ή, -ό — πλός, ή, όν, και πλούς, πλή, πλούν / πλοῡς, πλῆ, πλοῡν, ΝΜΑ, και πλόος, η, ον, Α κατάλ. πολλαπλασιαστικών αριθμητικών επιθ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό πλόος/ πλοῡς/ πλός, το οποίο ανάγεται στη μηδενισμένη… …   Dictionary of Greek

  • ποσαπλώς — Α επίρρ. βλ. ποσαπλοῡς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”